- ἀναζητήσεως
- ἀναζητήσεω̆ς , ἀναζήτησιςinvestigationfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Gnosis — (from one of the Greek words for knowledge, γνώσις) is the spiritual knowledge of a saint or mystically enlightened human being. In the formation of early Christianity, various sectarian groups labelled gnostics by their opponents, emphasised… … Wikipedia
Λαϊνάς, Θεόκτιστος — (Υπάτη Φθιώτιδας 1934 –). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ πραγματοποίησε και μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία. Σταδιοδρόμησε ως καθηγητής και γυμνασιάρχης σε σχολεία της μέσης εκπαίδευσης … Dictionary of Greek